- ἑτερόφθαλμος
- 2 одноглазый, кривой
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ἑτερόφθαλμος — one eyed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετερόφθαλμος — η, ο (ΑΜ ἑτερόφθαλμος, ον) 1. αυτός που έχει μόνο ένα μάτι γερό, ο μονόφθαλμος 2. (για ζώα) αυτός που έχει μάτια διαφορετικά κατά το χρώμα μσν. αρχ. (για ανθρώπους) αυτός που έχει μάτια που διαφέρουν μεταξύ τους κατά το χρώμα, ο δίκορος, (π.χ. ο… … Dictionary of Greek
Ἐν τῇ τῶν τυφλῶν πόλει καὶ ὁ ἑτερόφθαλμος ὡραῖος δ’ δοκεῖ. — См. В слепом царстве кривой царь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἑτερόφθαλμον — ἑτερόφθαλμος one eyed masc/fem acc sg ἑτερόφθαλμος one eyed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτεροφθάλμου — ἑτερόφθαλμος one eyed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτεροφθάλμους — ἑτερόφθαλμος one eyed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτεροφθάλμων — ἑτερόφθαλμος one eyed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτεροφθάλμῳ — ἑτερόφθαλμος one eyed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερόφθαλμα — ἑτερόφθαλμος one eyed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερόφθαλμοι — ἑτερόφθαλμος one eyed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετερο- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα και τρεις κύριες σημασίες: α) «ο ένας από τούς δύο», σε αντίθεση με το αμφι * («και οι δύο») πρβλ. ετερομάσχαλος, ετερόστομος, ετερόφθαλμος κ.ά. β) «άλλος … Dictionary of Greek